Sanakirja
Tekoälykääntäjä

Ääntäminen

    • IPA: /fɛ.ˈnɔ.mɛ.nɔ/
KäännösÄäninäyte
Substantiivit
1.
  • Ääntäminen
Muut/tuntemattomat
2.
fenomen {ett}
  • Ääntäminen
3.
effekt {en}
  • Ääntäminen

Translitterointi: fainómeno.

Suku: n.

Esimerkit

  • Έκτακτα καιρικά φαινόμενα προανήγγειλε η μετεωρολογική υπηρεσία.
  • Η έξαρση της εγκληματικότητας είναι ένα φαινόμενο που απασχολεί τις αρχές.
  • Σήμερα θα μιλήσουμε για την έκθλιψη των φωνηέντων και άλλα παρόμοια γραμματικά φαινόμενα.
  • Αυτό το παιδί είναι φαινόμενο. Σε ηλικία μόλις έξι ετών μιλάει τόσο καλά δύο ξένες γλώσσες.